Κάβεντις, Χένρι

Κάβεντις, Χένρι
(Henry Cavendish, 1731 – 1810). Άγγλος φυσικός και χημικός. Διετέλεσε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας και της Ακαδημίας Επιστημών. Θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές της χημείας των αερίων. Κατόρθωσε να παραγάγει υδρογόνο σε καθαρή μορφή (1766). Ακόμη προσδιόρισε την περιεκτικότητα του ατμοσφαιρικού αέρα σε οξυγόνο και τη σύσταση του νερού (1783) και συνέθεσε το άζωτο με το οξυγόνο με τη βοήθεια ηλεκτρικών σπινθήρων (1785). Μερικά χρόνια αργότερα προσδιόρισε συμπερασματικά τη μέση πυκνότητα της Γης (1798). Από τα συγγράμματά του, που δημοσιεύτηκαν το 1879, φαίνεται ότι είχε ανακαλύψει και αυτός τον νόμο του Κουλόμπ σχετικά με την αλληλεπίδραση των ηλεκτρικών φορτίων και ότι είχε μελετήσει, πριν από τον Μ. Φαραντέι, την επίδραση που ασκεί το περιβάλλον στη χωρητικότητα του πυκνωτή. εργαστήριο Κ. Εργαστήριο πειραματικής φυσικής στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, από τα μεγαλύτερα κέντρα ατομικής φυσικής, που ίδρυσε το 1870 ο δούκας του Ντεβονσάιρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μπραγκ, Γουίλιαμ Χένρι — (Sir William Henry Bragg, Γουίγκτον 1862 – Λονδίνο 1942). Άγγλος φυσικός. Γιος μικρού γαιοκτήμονα του Κάμπερλαντ, πήγε το 1886 ως καθηγητής της φυσικής στην Αδελαΐδα της Αυστραλίας, όπου παρέμεινε μέχρι το 1908. Η πρώτη του μονογραφία (1904),… …   Dictionary of Greek

  • έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… …   Dictionary of Greek

  • εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… …   Dictionary of Greek

  • αργό — Χημικό στοιχείο, που ανήκει στην ομάδα των ευγενών αερίων. Έχει σύμβολο Ar, ατομικό αριθμό 18 και ατομικό βάρος 39,944· λιώνει στους 189,4°C και βράζει στους 185,4°C κάτω από πίεση μίας ατμόσφαιρας. Ο Χένρι Κάβεντις, μελετώντας τον αέρα το 1785,… …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”